Η γέφυρα Oberbaum (Oberbaumbrücke). Αν έχεις πάει στο Βερολίνο, σίγουρα την έχεις διασχίσει/θαυμάσει/φωτογραφίσει. Αν δεν έχεις πάει στο Βερολίνο, σίγουρα την έχεις δει σε κάποια ταινία όπως το «Τρέξε, Λόλα, Τρέξε» ή το «The Bourne Supremacy» ή απλώς σε φωτογραφίες κάποιου φίλου σου που έχει πάει. Αν δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω, αφενός ορίστε…

…και αφετέρου…

Σε κάθε περίπτωση, είναι μια από τις πιο εμβληματικές γέφυρες του Βερολίνου και πιθανότατα η πιο όμορφη από αυτές. Κατασκευάστηκε τον 18ο αιώνα και τω καιρώ εκείνω κατά μήκος της υπήρχαν δέντρα, όπως μαρτυράει το “baum” που τρύπωσε τεχνηέντως στο όνομά της. Στα χρόνια του διχασμού ήταν σημείο ελέγχου/πέρασμα για πεζούς (μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να το διασχίσουν «παράνομα»), ενώ από την πτώση του τείχους κι έπειτα, ανέκτησε τη χαμένη της αίγλη και έγινε σύμβολο ενότητας. Ενότητα που υποστηρίζεται επιπλέον από το ότι ενώνει δύο από τις πιο ζωντανές περιοχές της πόλης, το Κρόιτσμπεργκ (Kreuzberg) και το Φρίντριχσαϊν (Friedrichshain). Να σημειώσω κάπου εδώ ότι, ενώ έχω δεχτεί παρατηρήσεις για το ότι γράφω τα ονόματα των περιοχών στα ελληνικά, εξακολουθώ να το κάνω. H εμμονή μου, όμως, έχει σκοπό να σε προφυλάξει από κακοτοπιές, πίστεψέ με. Δεν θες να ξέρεις πώς με κοιτούσαν την πρώτη φορά που είχα βρεθεί στην πόλη και ρωτούσα τους περαστικούς πώς θα πάω στο… Κρέουζμπεργκ, καθώς έτσι νόμιζα ότι προφέρεται.

Πάλι πίσω στη γέφυρα, η οποία εκτός από συμβολική έχει και αρχιτεκτονική αξία. Φαντάζομαι, δεν είμαι γνώστης επί τους θέματος. Παρόλα αυτά, οι δύο «γοτθικίζοντες» οβελίσκοι, οι αψίδες και το κεραμιδί χρώμα της, κάτι μου κάνουν.

Κοντά σε όλα αυτά, η Oberbaumbrücke είναι και η πιο μακριά γέφυρα του Βερολίνου και τα 160 μέτρα του σκεπαστού τμήματός της, αποδεικνύονται εξαιρετικά φιλόξενα για πολυάριθμους κιθαρωδούς, σαξοφωνίστες, ζογκλέρ, ζωγράφους και λοιπούς καλλιτέχνες του δρόμου, ειδικά κατά την καλοκαιρινή περίοδο, δηλαδή για κάνα εικοσάλεπτο μέσα στον Αύγουστο.

Όλα αυτά τα ωραία συμβαίνουν τη μέρα. Μόλις σουρουπώνει -και μέχρι να χαράξει πάλι- βγαίνει στην επιφάνεια και ένα διαφορετικό πρόσωπο της γέφυρας. Ένα πρόσωπο πιο παιχνιδιάρικο. Πιο προκλητικό, αν προτιμάς. Καθώς τη διασχίζεις, ως ανυποψίαστος (και εντελώς νηφάλιος –να σημειωθεί αυτό) περαστικός, σε σταματάει και σε παρακινεί να λογαριαστείτε. Έτσι συνέβη και σε εμένα, μια φορά που τη διέσχιζα. Στο άσχετο, που λες, με κάλεσε να την παίξω να αναμετρηθώ μαζί της σε ένα ιδιαίτερο «πέτρα, ψαλίδι, χαρτί».

Για να καλύψω και την απειροελάχιστη πιθανότητα να μην είσαι εξοικειωμένος με τους κανόνες του παιχνιδιού, επιστρατεύω ένα μπλουζάκι μου.

Η γέφυρα, πάντως, έμοιαζε όχι μόνο να ξέρει καλά τους κανόνες, αλλά να έχει και τρομερή αυτοπεποίθηση. Κι ενώ μου φάνηκε λίγο περίεργο όλο αυτό, ειδικά για μια γέφυρα, αποφάσισα να παίξω. «Τι έχω να χάσω;», σκέφτηκα ενώ το χέρι μου σχημάτιζε την «πέτρα». Το «χέρι» της γέφυρας προθυμοποιήθηκε να μου απαντήσει αμέσως.

Πφφφφ! Χαρτί ρε!

Ω να σου γαμ…!

ΨΑΛΙΔΙ.

Όταν συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι δεν παίζει να κερδίσω, είπα να μάθω τι παίζει με αυτό το νέον installation, το οποίο τελικά δεν ήταν και τόσο νέον ( :/ ). Δημιουργήθηκε το 1997, όταν ο Thorsten Goldberg, έφτιαξε δύο κυκλικά κουτιά, διαμέτρου ενός μέτρου το κάθε ένα, μέσα στα οποία έβαλε τους τρεις -διαφορετικού χρώματος- σωλήνες νέον, που αναπαριστούν τις κινήσεις του «πέτρα, ψαλίδι, χαρτί» και εναλλάσσονται randomly κάθε έξι δευτερόλεπτα.

Το ότι ο καλλιτέχνης διάλεξε ένα παιχνίδι στο οποίο το ποιος θα κερδίσει οφείλεται αποκλειστικά στην τύχη, δεν έγινε καθόλου… στην τύχη. Διαβάζεται κάπως αλλόκοτο όλο αυτό, αλλά μόνο μέχρι να καταλάβεις πως είχε σκοπό να δείξει, αφενός, ότι κάποιες διαφωνίες είναι δυνατόν να λυθούν όχι με βία, αλλά μέσω μιας παραδοχής που ορίζει ποιος πρέπει να κερδίσει και ποιος να χάσει και, αφετέρου, ότι ο νικητής δεν είναι κατ’ ανάγκη καλύτερος από τον χαμένο, ούτε ο χαμένος χειρότερος από τον νικητή. Το «χαρτί» π.χ. θα χάσει, αν ο αντίπαλος παίξει «ψαλίδι». Το ίδιο, ΟΛΟΪΔΙΟ «χαρτί», ωστόσο, αν ο άλλος παίξει «πέτρα», θα κερδίσει. Ξέρεις, τυχερά είναι αυτά. Τυχερά και λίγο ειρωνικά.

Κι αν η επιλογή του παιχνιδιού αυτή καθαυτή παρουσιάζει από μόνη της ενδιαφέρον, το γεγονός της τοποθέτησής του ακριβώς στο σημείο που χώριζε κάποτε το Βερολίνο σε δύο κόσμους, προσδίδει στην έννοια του διχασμού και μια απρόσμενα φιλοσοφική διάσταση. Θα μπορούσε να πει κανείς πως κάποιες από τις πολιτικές αποφάσεις που ορίζουν τις τύχες ολόκληρων λαών, είναι αποτέλεσμα random διεργασιών; Θα μπορούσε, όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό. Συνεπώς, το σε ποια μεριά του τείχους -κυριολεκτικού ή μη- θα βρεθείς, το αν θα είσαι με τους δυνατούς ή με τους αδύναμους, τους ευνοημένους ή τους αναξιοπαθείς, τους κυνηγούς ή τους κυνηγημένους, τους ζωντανούς ή τους νεκρούς, είναι καθαρά θέμα τύχης.

Έχοντας όλα αυτά κατά νου, επιστρέφω κάθε φορά στη γέφυρα Oberbaum. Εκεί, προς το σούρουπο. Την ώρα που ο ήλιος, λίγο πριν χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, δανείζει στον Σπρέε τις πιο μαγικές αποχρώσεις του, κι εγώ έχω τη μοναδική τύχη να τις απολαμβάνω. Ψαλίδι.

Δε γαμιέται! Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις…

«Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί» (γέφυρα Oberbaum)
10243, Βερολίνο
Κοντινότερη στάση: Schlesisches Tor (U1)

Και επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να ψάχνεις τη στάση (του μετρό) που σε εξυπηρετεί καλύτερα, στον χάρτη με τις 334 όμοιές της, το ichlieberlin σε βοηθάει, επισημαίνοντάς τη  δ ι α κ ρ ι τ ι κ ά.

Αφήστε μια απάντηση

Top