Ό,τι και να πει κανείς για το Βερολίνο είναι λίγο.
Αυτό το κείμενο θα μπορούσε και να σταματήσει εδώ, αλλά ας συμφωνήσουμε ότι θα επρόκειτο για μια κάπως εκκεντρική προσέγγιση από ένα blog που θέλει να μιλήσει πολύ για την πιο όμορφη πόλη στον κόσμο.
Όπα, μισό! Είναι το Βερολίνο η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο; Εφόσον η Γη είναι ένα σύνολο που αποτελείται από δισεκατομμύρια υποκειμενικότητες, για κάμποσες από αυτές η σωστή απάντηση είναι «Προφανώς ναι και δεν καταλαβαίνω καν γιατί κάνουμε αυτή τη συζήτηση», αλλά για τις περισσότερες η σωστή απάντηση είναι «Προφανώς όχι και δεν καταλαβαίνω καν γιατί κάνουμε αυτή τη συζήτηση». Το καλύτερο, δε, είναι ότι προφανώς όλοι έχουν δίκιο και δεν καταλαβαίνω καν γιατί κάνουμε αυτή τη συζήτηση.
Αυτό στο οποίο μπορούμε να συμφωνήσουμε, είναι ότι το Βερολίνο είναι μια πανέμορφη πόλη, μιας και αποτελεί κοινό μυστικό ότι η ομορφιά κρύβεται στην ατέλεια. Και το Βερολίνο είναι γεμάτο από δαύτες. Είναι αρκετά οργανωμένο, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ασφαλές, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά δημιουργικό, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ενδιαφέρον ιστορικά, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά φιλικό προς τον χρήστη, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά φτηνό, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ανήσυχο μουσικά, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ξέφρενο στη διασκέδαση, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά gourmet, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά σύγχρονο, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά ευνομούμενο, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά χαλαρό στους ρυθμούς του, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά πλούσιο πολιτιστικά, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά μοδάτο, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά εναλλακτικό, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά καθαρό, αλλά όχι εντελώς. Αρκετά βρόμικο, αλλά όχι εντελώς. Όχι εντελώς απρόβλεπτο, αλλά αρκετά.
Αρκετά όμως με τις ατέλειές του. Το Βερολίνο το αγαπάμε γι’ αυτό ακριβώς που είναι:
Τουριστικό. Με λίγο East side gallery, λίγο TV tower και Alexanderplatz, λίγο Πύλη Βρανδεμβούργου, λίγο Reichstag, λίγο ζωολογικό κήπο και ενυδρείο, λίγο 5-6 εμπορικά, λίγο Μουσείο Περγάμου, λίγο Sony center, λίγο Checkpoint Charlie, λίγο κάνα πλούσιο brunch το μεσημεράκι, λίγο κάνα κλαμπάκι το βράδυ, λίγο-πολύ ο μέσος τουρίστας καλύφθηκε. Και θα επιστρέψει στη βάση του 2-3 φουλαρισμένες στις selfie, τα φαγητά και τα ποτά κάρτες μνήμης, θα σβήσει, με ένα αίσθημα ευχαριστημένης αδιαφορίας και αδιάφορης ευχαρίστησης, την πόλη από τους must προορισμούς της λίστας του και θα συνεχίσει τη ζωή του λίιιγο πιο πλήρης.
Ωστόσο, είναι και ταξιδιωτικό. Στον αντίποδα του παραπάνω, στο Βερολίνο μπορείς να περάσεις δυο ζωές χωρίς να χρειαστεί να… εχμ… περάσεις ποτέ και για κανένα λόγο από τις τουριστικές ατραξιόν του (άρα και χωρίς να τρακάρεις κανέναν τουρίστα 😀 ) και, παρόλα αυτά, να βλέπεις διαφορετικά πράγματα κάθε μέρα. Να χάνεσαι σε στενά και να τρυπώνεις σε κάθε ανοιχτή είσοδο πολυκατοικίας που θα βρεθεί στον δρόμο σου με την ελπίδα ή και την απροσδιόριστη βεβαιότητα ότι θα αντικρίσεις μία ακόμα ονειρεμένη αυλή.
Να αράζεις στο γρασίδι σε μία από τις όχθες του Σπρέε ή σε κάποιο από τα αναρίθμητα κανάλια του, πίνοντας μπίρες, καπνίζοντας κάτι που καπνίζεται και χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα/τα τουριστικά πλοιάρια που παρελαύνουν/τις πάπιες/τα γύρω κτίρια/τα γλυκά ποντικάκια που από το σούρουπο ως την αυγή ψιλοξεσαλώνουν κάπως/τον ίδιο τον αέρα, γιατί έχεις καπνίσει κάτι που καπνίζεται.
Να ανακαλύπτεις και να περιδιαβάζεις τις δεκάδες υπαίθριες αγορές στις οποίες, με λίγη τύχη, μπορεί να βρεις μέχρι και τον μικρό Μπεν, οι οποίες ξετρυπώνουν –όπως τα σαλιγκάρια μόλις έχει σταματήσει η βροχή, όπως οι ενοχές μόλις έχει γίνει η γουρουνιά, όπως οι άνδρες που ξυλεύονται μόλις έχει πέσει η δρυς, όπως η Ελένη η Λουκά μόλις έχει αρχίσει η live σύνδεση– αμέσως μόλις ανατείλει Σάββατο και εξαφανίζονται πάλι κατά το βραδάκι της Κυριακής. Να χαζεύεις τις μυριάδες των υπέροχων γκράφιτι και να κοιτάξεις επικριτικά κάθε ακάλυπτο τοίχο που τολμάει να μη φιλοξενεί ακόμα ένα τέτοιο.
Να κοντοστέκεσαι για να θαυμάσεις καλλιτέχνες του δρόμου/του πάρκου/της γέφυρας/του μετρό/του φαναριού, που τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν, αυτοσχεδιάζουν, απλά κάνουν το κέφι τους/σου. Να νιώθεις ένα σωρό κολασμένες λιχουδιές, ακόμα και από γωνιές του πλανήτη που δεν ήξερες ότι υπάρχουν, να μετασχηματίζονται σε λίπος, ακόμα και σε μέρη του σώματός σου που δεν ήξερες ότι αποτελούν ελκυστικό προορισμό για κάτι τέτοιο.
Να μη χάνεις ευκαιρία να τρυπώσεις σε μία από τις –όλο και λιγότερες, δυστυχώς– καταλήψεις ή house-projects (όρος με σαφώς καλύτερο μάρκετινγκ από το βίαιο «κατάληψη», κι ας πρόκειται για το ίδιο ακριβώς πράγμα) και να μάθεις τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που υπερασπίζονται οι εκάστοτε χαουζπροτζεκτίες (όρος που θα είχε πολύ καλύτερο μάρκετινγκ από αυτό του «καταληψία» , κι ας σημαίνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα, αν δεν ήταν τόσο εξαμβλωματικός, άρα, τελικά, με πολύ χειρότερο μάρκετινγκ από τον καταληψία).
Να περπατάς με ψηλά το κεφάλι, όχι επειδή δεν σε καταβάλλει τίποτα και το τούτο σου το ’χεις καθαρό και ατενίζεις το μέλλον με αισιοδοξία και τέτοια, αλλά επειδή παλεύεις να εντοπίσεις κάθε ενδιαφέρουσα ταράτσα πολυκατοικίας, εμπορικού κέντρου, ξενοδοχείου, κτιρίου εταιρείας, πάρκινγκ που θα σου χαρίσει μια ακόμα σαγηνευτική θέα της πόλης.
Να περπατάς με σκυμμένο το κεφάλι, όχι επειδή το μέλλον που λέγαμε δεν το ατενίζεις και με τόση αισιοδοξία τελικά, αλλά επειδή έχεις καταλάβει ότι πλησιάζει η στιγμή που πρέπει να παραφράσεις Χιόνη. Γιατί εδώ οφείλεις να πατάς με σεβασμό την άσφαλτο. Συχνά, περιμένει καρτερικά να σε εκπλήξει.
Να απολαμβάνεις μαγαζιά που αυτοσαρκάζονται…
…ή απλώς σαρκάζουν.
Να βλέπεις τα τρένα να περνούν, και να θαυμάζεις τόσο τα τρένα όσο και το από πού περνούν.
Να κοντοστέκεσαι σε εμβληματικούς σταθμούς (κι ας έχουν κοντοσταθεί πριν από εσένα μερικές χιλιάδες άλλοι για να κάνουν το ψιλό τους).
Να τρακάρεις στο άσχετο, κτίσματα τόσο ενδιαφέροντα που, ακόμα κι αν δεν αποτελούν πρότυπα ομορφιάς ή αρχιτεκτονικής καινοτομίας, καταφέρνουν να ξεχωρίζουν επειδή έχουν αυτό που σε ανθρώπους με περιορισμένο σχετικά λεξιλόγιο έχει επικρατήσει με την ονομασία «κάτι».
Να νιώθεις ότι όλη η πόλη είναι ένας τεράστιος «Μπακάκος», όπου θα δεις μεταχειρισμένα ράφια, καρέκλες, βιβλία, ρούχα, δίσκους, κρεβάτια, ηχεία, ποδήλατα, να έχουν δώσει ραντεβού με τον επόμενο ιδιοκτήτη τους. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τα ποδήλατα αποτελούν λίγο ειδική περίπτωση, καθώς είναι λίγο περισσότερο από συνηθισμένο το φαινόμενο να αποκτούν καινούριο ιδιοκτήτη χωρίς την παραμικρή υποψία συγκατάθεσης του παλιού, αλλά αυτό είναι θέμα που πρέπει να απασχολήσει τις Αρχές και τους τρέχοντες ιδιοκτήτες ποδηλάτων.
Πάνω από όλα, όμως, να κινείσαι χωρίς πρόγραμμα και προορισμό, περιμένοντας να δεις πού θα σε βγάλει. Να φτιάχνεις τις δικές σου ρουτίνες, να ανακαλύπτεις τις δικές σου καβάτζες, να δημιουργείς το δικό σου μονοπάτι –συνηθισμένο ή λιγότερο, αλλά σε κάθε περίπτωση μοναδικό. Να βρίσκεσαι χαμένος σε αυτό που δεν μπορώ να περιγράψω καλύτερα από το «κάτι» αυτής της πόλης.
Ανεκτικό. Αν ο Βολταίρος ζούσε σήμερα, κάπου στο Βερολίνο, ο ορισμός της πνευματικής ανεκτικότητας θα απείχε παρασάγγας από υπερασπίσεις με τιμήματα ζωής και τέτοια, και θα ήταν μάλλον ένα κάπως μπλαζέ «ΝΕ, ΤΙ;». Γιατί στο Βερολίνο, ΟΚ, το να διαφωνείς με κάτι είναι αρκετά πιθανό, αλλά το να σε εκπλήξει / σε προκαλέσει / σε βγάλει από τα ρούχα σου, εντάξει δεν πολυπαίζει, ειδικά από τη στιγμή που η ελευθερία των ανθρώπων με τους οποίους διαφωνείς και η δική σου, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, ούτε σε ουρά κεμπαπτζίδικου. Συνεπώς, όταν βλέπεις π.χ. δίπλα-δίπλα σε ένα πάρκο, μια γυναίκα με ισλαμική μαντήλα, μια πιτσιρίκα που λιάζεται topless, ένα gay ζευγάρι που ψιλοφασώνεται, μια οικογένεια με παιδιά, μια παρέα που καπνίζει χόρτο και έναν επιδειξία με πριαπισμό, που βγάζει αράχνες από τα μάτια και φίδια από τα αυτιά, ο παράταιρος μάλλον είσαι εσύ, απλώς και μόνο επειδή κοιτάς.
Πλουραλιστικό. Στο Βερολίνο δεν παίζει να βαρεθείς ποτέ. Εκτός αν είσαι πολύ βαθιά χωμένος σε BDSM καταστάσεις, οπότε παίζει να βαριέσαι κάθε μέρα, όλη μέρα, σε διαφορετικό μέρος κάθε μέρα, και ποτέ να μη βαρεθείς (καταλαβαίνεις πώς το λέω). Κοντολογίς, το Βερολίνο έχει τουλάχιστον μια απάντηση σε κάθε απαίτηση, ακόμα κι αν αυτή είναι εντελώς εξωφρενική. Θες να χορέψεις; Θα βρεις. Θες να ζωγραφίσεις; Piece of cake. Θες να φτιάξεις ένα piece of cake; Θα ζωγραφίσεις Θα βρεις κάποιο σεμινάριο ζαχαροπλαστικής που λες και φτιάχτηκε για εσένα. Θες να μάθεις γερμανικά; Θες να ξεχάσεις και αυτά που ήξερες; Θες σεμινάριο φωτογραφίας; Θες να ακούσεις μουσική, να δεις μια έκθεση ζωγραφικής/γλυπτικής/γελοιογραφίας, να δοκιμάσεις κρασιά από την κάτω Αντίς Αμπέμπα, να συμμετάσχεις στο γύρισμα μιας τσόντας είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως τεχνικός είτε ως catering; Κανένα πρόβλημα. Κάπου έχει πάρει το μάτι μου ότι την οποιαδήποτε τυχαία ημέρα του έτους στο Βερολίνο λαμβάνουν χώρα πόλη (συγνώμη γι’ αυτό) 1.500 event και ενώ δεν το έχω διασταυρώσει ποτέ, το νούμερο μου μοιάζει πολύ φυσιολογικό. Συνεπώς, το μόνο πρόβλημα που ίσως αντιμετωπίσεις, θα είναι να επιλέξεις ποιες εκδηλώσεις σε ενδιαφέρουν πιο πολύ, ώστε να αγνοήσεις τις υπόλοιπες 1.497 ξέρω ’γω.
Καταπράσινο. Πού τους χάνεις, τους Βερολινέζους, από τον Μάρτη περίπου ξέρω ΄γω, και πού δεν τους ξαναβρίσκεις, μέχρι τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη; Στα πάρκα. Και γιατί τους χάνεις; Γιατί η πόλη έχει –αν δεν κάθεσαι ήδη, κάτσε. Επίσης, γιατί διαβάζεις όρθιος; Μαλακία κάπου– πάνω από 2.500 δημόσια πάρκα και κήπους. Και γιατί δεν τους βρίσκεις; Γιατί, φίλε, κάποια από αυτά είναι πραγματικά τεράστια. Όχι, όχι, δεν κατάλαβες. Το εννοώ. ΤΕΡΑΣΤΙΑ. Το Tiergarten, για παράδειγμα, έχει μέγεθος 210 εκτάρια, το Tempelhofer feld 303 εκτάρια (386, αν συμπεριλάβουμε τα κτίρια του πρώην αεροδρομίου, καθώς το εν λόγω πάρκο είναι –καλά το μάντεψες– πρώην αεροδρόμιο), ενώ το ίδιο το εκτάριο έχει μέγεθος ίσο με 10 στρέμματα. Κι επειδή έχω το προαίσθημα ότι τα μεγέθη ακόμα δεν έχουν καταστεί απολύτως ξεκάθαρα, το Μονακό έχει μέγεθος 202 εκτάρια και το Λουξεμβούργο 259. Δεν περιγράφω άλλο.
Βραδυφλεγές. Το Βερολίνο είναι εξαιρετικά πιθανό να μη σου τα σκάσει με τη μία. Είναι αρκετά πιθανό να μη σου τα σκάσει καν με τη δεύτερη. Παίζει δυνατά να μη σου τα σκάσ… καλά σκάω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η γοητεία που ασκεί η πόλη στον επισκέπτη της λειτουργεί αθροιστικά, αρκεί να της δώσεις τον χρόνο που χρειάζεται για να χτιστεί μέσα σου. Μόνο όταν αφήσεις τη ζύμη να ξεκουραστεί–όπως θα λέγαμε αν γράφαμε σε ένα site με συνταγές, αλλά τελικά το λέμε ούτως ή άλλως στα μουλωχτά– θα αναδειχθεί το ανεπιτήδευτο στιλ, οι χαλαροί ρυθμοί, οι πρωτότυπες ιδέες και η γνήσια τρέλα που το κάνουν μοναδικό στα μάτια όλων και με το «όλων» εννοώ εμένα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό είναι και το πιο χρήσιμο/ουσιαστικό χαρακτηριστικό του Βερολίνου. Φαντάζεσαι να μπορούσαν να το αγαπήσουν όλοι, και μάλιστα αμέσως; Φαντάζεσαι πόσο διαφορετικό θα ήταν εάν μόνο συσσώρευε φανατικούς και δεν απογοήτευε ποτέ κανέναν; Φαντάζεσαι για ποια χαλαρότητα και αυθεντικότητα δεν θα μιλούσαμε τότε; Οι σωστές απαντήσεις είναι κατά σειρά οι «Ούτε να το φανταστώ δεν θέλω», «Ούτε να το φανταστώ δεν θέλω, ΔΙΑΟΛΕ» και «ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ» ακολουθούμενο από ένα δυνατό *ΚΑΠΑΟΥ* σε μέρος που δεν πιάνει μελάνι. Συνεπώς, ναι. Αν δεν έχεις την υπομονή να αφήσεις το Βερολίνο να σου ξεδιπλώσει τις πτυχές της ιδιαίτερης ομορφιάς του, αν δεν αντέχεις τα αλλεπάλληλα crash test στα οποία θα σε υποβάλλει, αν έχεις κάπου καλύτερα να πας, τότε μη σε κρατάμε. Ίσως να μην προβλεπόταν ποτέ να σμίξετε αληθινά. Αλλά δεν τρέχει και κάτι, μωρέ, θα έχεις πάντα το Παρίσι.
Έπειτα από αυτό, την επόμενη φορά που θα ακούσεις τα πλάνα μου για το καλοκαίρι και θα παρατηρήσεις σκωπτικά «Αμάν πια, ρε φίλος, πάλι Βερολίνο θα πας; Ποια φορά είναι; Η δέκατη; Η ενδέκατη; Η δωδέκατη;», μην απορήσεις που θα σε αφήσω να μετράς άσκοπα περιμένοντας καρτερικά τη σωστή στιγμή. Την ώρα που τα χείλη σου θα ρωτούν «Η δέκατη πέμπτη;», τα μάτια σου θα δηλώνουν «Σταμάτησέ με, κερατά», αλλά εγώ θα σε κοιτώ ατάραχος. «Η δέκατη όγδοη; Η δέκατη ένατη;». Τότε μόνο θα εκστομίσω φλεγματικά την απάντηση που έχω προοικονομήσει με σύνεση από την αρχή της παραγράφου, κιόλας. «Η εικοστή;». «Η λιγοστή».
Το πιο σημαντικό στοιχείο του Βερολίνου πάντως, δεν είναι χαρακτηριστικό δικό του, αλλά δικό σου. Αυτή η πόλη σε θέλει σε εγρήγορση. Σου κλείνει διαρκώς το μάτι. Κι εσύ πρέπει να έχεις μονίμως ορθάνοιχτα τα δικά σου για να το διακρίνεις.
Αλλά, εντάξει, δεν υπάρχει λόγος να χάσεις και τον ύπνο σου, ξέρω ’γω. Στην προσπάθειά σου να μη χάσεις κανένα από τα «άχαστα», έχεις για σύμμαχό σου το ichlieberlin.gr. Τι είναι αυτό;
Είναι αθεράπευτα ερωτευμένο με το Βερολίνο. Λατρεύει να το περπατάει, να το γδύνει με τα μάτια, να το εισπνέει, να χάνεται μέσα του, να αυτοσχεδιάζει, να το θαυμάζει, να το ζηλεύει, να το φοβάται και λίγο, να νομίζει ότι το ξέρει, να αναθεωρεί, να καταγράφει.
Εξαιτίας όλων αυτών, είναι (ή, μάλλον, φιλοδοξεί να γίνει) ένας κάπως off the beaten path οδηγός για τη ζωή στο Βερολίνο, αλλά και για (Μ)υστικές και (ΠΕ)ρίεργες* ομορφιές του, από αυτές που θα συναντήσεις είτε κατά τύχη είτε αν έχεις διαβάσει γι’ αυτές στο ichlieberlin.
Είναι, ό,τι ακριβώς και το Βερολίνο: Καταδικασμένο. Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Είναι αυτό ακριβώς που έχει πει τρομερά εύστοχα ο Γερμανός ιστορικός τέχνης Karl Scheffler, από το 1910 κιόλας: «Το Βερολίνο (άρα και το ichlieberlin λέμε εμείς, έτσι, γιατί μπορούμε), είναι καταδικασμένο πάντα να γίνεται και ποτέ να μην είναι».
Είναι, τέλος, αυτό που έχει μείνει από το ich liebe Berlin, αν αφαιρέσεις το “μπεεε” που κάνουν τα αλαλάζοντα πρόβατα ενώ τρέχουν από κλισέ σε κλισέ. Γι’ αυτό ακριβώς είναι φτιαγμένο το ichlieberlin.
Αν, λοιπόν, κάνεις τρία βήματα μπροστά στο άκουσμα του «όποιος είναι τουρίστας ας κάνει ένα βήμα μπροστά», αν το password για το mail σου είναι Great_Photo_Opportunity!!!!!1ena ή αν δεν αντιλαμβάνεσαι το ότι ένα πορσελάνινο βατράχι σε μια γωνιά ενός σταθμού, για παράδειγμα, μπορεί να δώσει σε κάποιον πολύ μεγαλύτερη χαρά από μια ακόμα selfie μπροστά από την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπορείς να φύγεις αμέσως τώρα και ας προσποιηθούμε ότι όλο αυτό δεν συνέβη ποτέ.
*Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο σε σχέση με όλες αυτές τις (Μ)υστικές και (ΠΕ)ρίεργες ομορφιές του Βερολίνου; Ότι εντελώς τυχαία μας δίνουν ακρωνύμιο «ΜΠΕ». Που όσο να πεις πάει κόντρα στο «Το Βερολίνο χωρίς τα μπεεε». Αλλά ξέρεις και κάτι ακόμα;