Σίγουρα θα έχεις ακούσει την εκδοχή του Νόμου του Μέρφι σε εργασιακό περιβάλλον, σύμφωνα με την οποία «Το αφεντικό σου θα εμφανιστεί ως δια μαγείας μπροστά σου ΜΟΛΙΣ έχεις ανεβάσει τα πόδια σου στο γραφείο». Συνεπώς, δεν είναι καθόλου παράλογο να συμπεράνει κανείς ότι, αν δεν θες να τον δεις ποτέ, αρκεί να μην ανεβάσεις ποτέ τα πόδια σου στο γραφείο. Ε, μια αντίστοιχη, κατά κάποιον τρόπο, συλλογιστική (ας την ονομάσουμε «Νόμο του Σεμέρφι»), ισχύει και για εμένα με την τέχνη -μοντέρνα και μη: Αν θέλεις να μην εμφανιστώ ποτέ μπροστά σου, αρκεί να συχνάζεις σε μουσεία και γκαλερί, καθώς μπορώ να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ΜΗΝ πηγαίνοντας ποτέ σε τέτοια. Βέβαια, για να φτάσει το παραπάνω να θεωρείται κανόνας, έχουν υπάρξει και λίγες εξαιρέσεις, οι οποίες είχαν ως βασική τους αποστολή να τον επιβεβαιώνουν.
Μία από αυτές ήταν το “Sammlung Boros” –η συλλογή (Σ.τ.Μ.: εννοεί «συλλογή μοντέρνας τέχνης») του Boros (το Boros δεν είναι «το» αλλά «ο» και είναι άνθρωπος), σε απλά ελληνικά. Τι συνέβη όμως και η συλλογή αυτή Borese (ΣΥΓΝΩΜΗ) να τρυπώσει στην εξαιρετικά μικρή λίστα των εξαιρέσεων; Συνέβη αυτό που μου αρέσει να αποκαλώ «Αντίδραση στην αντίδραση», το οποίο, όπως φαίνεται από το όνομά του, χτίζεται σε δύο φάσεις.
Ως προς το προκείμενο, κατά την πρώτη φάση, είχα βαρεθεί να διαβάζω σε υποψιασμένους μα και ανυποψίαστους οδηγούς του Βερολίνου ότι ο εν λόγω χώρος συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που πρέπει / επιβάλλεται / είναι υποχρεωτικό / είναι αδιανόητο να μην / είναι στανικό / είναι αναγκαίο να επισκεφτεί κάποιος, όσο βρίσκεται στην πόλη. Όπως είναι απολύτως λογικό για ένα αντιδραστικό, στριμμένο άντερό σαν και του λόγου μου, όσο διάβαζα πράγματα σαν τα παραπάνω, αντιστεκόμουν / εμφανιζόμουν ανυποχώρητος / στύλωνα τα πόδια / ενέμενα στην απόφασή μου να μην τον επισκεφτώ ποτέ. Τι είμαι, κάνα πρόβατο είμαι, να κάνω ό,τι μου πει ο κάθε εγκάθετος αληταράς;
Ενώ τα διάφορα «πρέπει να πας» εξακολουθούσαν να συνωστίζονται μπροστά στα μάτια μου με αμείωτο ρυθμό, περάσαμε στη δεύτερη φάση, αυτή κατά την οποία προβληματίστηκα κάπως. «Κι αν δεν είναι αυτοί αλήτες, αλλά εγώ μαλάκας;», αναρωτήθηκα. «Κι αν οι άνθρωποι προσπαθούν απλώς να με ξεστραβώσουν, κι εγώ αρνούμαι πεισματικά να δω;», συνέχισα να αναρωτιέμαι. «Κι αν το πράμα που σνομπάρω επιμελώς είναι όντως αξιόλογο;», αναρωτήθηκα για λίγο ακόμη. «Όχι, δεν θα αφήσω το αντιδραστικό του χαρακτήρα μου να μου στερήσει αυτή την εμπειρία. Πρέπει να πάω». Κάπως έτσι έπαψα να αντιστέκομαι / εμφανίζομαι ανυποχώρητος / στυλώνω τα πόδια / εμμένω στην απόφασή μου να μην το επισκεφτώ ποτέ. Το ότι στο μεταξύ στέρεψα και από συνώνυμα του «δεν πάω», έπαιξε και αυτό τον ρόλο του.
Κι αν το να επισκεφτώ έκθεση μοντέρνας τέχνης είναι μια φορά ασυνήθιστο για εμένα, το άλλο πράγμα που με ανάγκασε να κάνω η συλλογή του Boros, είναι ασυνήθιστο για εμένα δύο. Εκατομμύρια. Φορές. Αυτό που εννοώ είναι ότι, εφόσον δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποια θα είναι η διάθεσή μου σε 2 μέρες ή και σε 7 λεπτά από τώρα, αποφεύγω να προγραμματίζω οτιδήποτε θα λάβει χώρα μετά από αυτόν τον χρονικό ορίζοντα. Εδώ, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς σε κάθε αναφορά για το Sammlung Boros, εκτός από τα επαναλαμβανόμενα και υπνωτιστικά «πρέπει να παααααας», στα οποία αναφερθήκαμε εκτενώς, είχα βαρεθεί να διαβάζω και διάφορα «αλλά κάνε κράτηση πρώτααααα… γίνεται χαμούληηηηηηςςς… παίζει και να μη μπορέσεις να μπεις αν δεν έχεις προνοήσειιιιιι». Έκανα, λοιπόν, κράτηση κάτι σαν 2-3 μήνες προτού επισκεφτώ τη Συλλογή και προσευχήθηκα για το καλύτερο. «Boros, ο πήχυς βρίσκεται πολύ ψηλά, να ξες», απευθύνθηκα προς τον συλλέκτη νοερά. Την ίδια ακριβώς στιγμή, προκειμένου να διατηρηθεί η συμπαντική ισορροπία ήταν επιβεβλημένο ο Christian Boros να τακτοποιήσει διακριτικά τα περιεχόμενα του καβάλου του, πράγμα που έγινε ακριβώς έτσι.
Με τα πολλά, έφτασε η προκαθορισμένη από καιρό ημερομηνία και, ευτυχώς, ήθελα ακόμα να πάω. Οπότε πήγα, σιγά μη δεν πήγαινα! Με οδήγησαν στον χώρο αναμονής και με ενημέρωσαν ότι δεν επιτρέπονται οι φωτογραφίες, οπότε ακριβώς εκεί έβγαλα και την πρώτη φωτογραφία του εσωτερικού.
Περιμένοντας τους υπόλοιπους επισκέπτες για να ξεκινήσει το tour, πιάσαμε ψιλή κουβέντα με τον ξεναγό. Ξέρεις, «πώς σε λένε;», «πώς κι από ‘δω;», «έχεις ξανάρθει Βερολίνο;» και τέτοια. Ε, ανάμεσα σε αυτά με ρώτησε και από πού είμαι. Και απάντησα, τι να έκανα; Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή του.
Βλέπεις, ήταν κάτι σαν 15αύγουστος, η θερμοκρασία στο Βερολίνο ήταν κάτι σαν 22 βαθμούς η μέγιστη, αλλά felt like πολύ λιγότερο γιατί συννεφιά και αέρας, και το ελληνικό καλοκαίρι ήταν σκέψη που αναστάτωνε ερωτικά όλους τους ντόπιους. Οπότε, όταν κατάφερε να οργανώσει τη σκέψη του, τα λόγια “What the FUCK are you doing here?”, βρήκαν μάλλον εύκολα τον δρόμο από το μυαλό μέχρι το στόμα του. Του εξήγησα με υπομονή ότι ο ήλιος και η ζέστη δεν σου λείπουν και ιδιαίτερα όταν τα τρως στη μάπα γύρω στις 300 μέρες τον χρόνο (με το «σου» εννοούσα προφανώς «μου», έχω επίγνωση), ενώ εκείνος δεν είπε τίποτα αλλά μια απροσδιόριστη αίσθηση αποδοκιμασίας την ένιωθες στον αέρα, ψέματα δεν θα πω.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχε φτάσει η ώρα της ξενάγησης. Στην πρώτη φάση της, μου αποκάλυψε ότι δεν αξίζει μόνο η έκθεση μοντέρνας τέχνης, αλλά και το γύρω-γύρω της -το ίδιο το κτίριο, το οποίο έχει να επιδείξει πολύ αξιόλογη ιστορία.
Κατασκευάστηκε το 1942, όχι ως ένα απλό κτίριο, αλλά ως καταφύγιο από αεροπορικές επιδρομές για τον άμαχο πληθυσμό. Η καλοζυγισμένη λέξη «καταφύγιο» γεννά ορισμένους συνειρμούς, τους οποίους το οικοδόμημα υποστηρίζει πλήρως, μιας και οι μπετόν αρμέ τοίχοι του έχουν πάχος δύο-τρία μέτρα, παράθυρα δεν υπάρχουν πουθενά (μόνο λίγες τρύπες που επιτρέπουν την κυκλοφορία του αέρα), συνεπώς κάπου εκεί κοντά μπορούμε να κολλήσουμε και τη λέξη «απόρθητο». Στην αρχική του μορφή είχε 120 δωμάτια μοιρασμένα σε 5 ορόφους και ήταν ικανό να φιλοξενήσει γύρω στα 2.000 άτομα.
Το 1945 σημειώθηκε η πρώτη αλλαγή χρήσης του κτιρίου, καθώς, κατελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό και άρχισε να χρησιμοποιείται ως φυλακή για αιχμαλώτους πολέμου. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι δεν χρειάστηκε να υποστεί μεγάλες τροποποιήσεις για να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις, αλλά υποψιάζομαι ότι, ενώ δεν αυξήθηκε ο αριθμός των δωματίων ή των ορόφων, πρέπει να αυξήθηκε λίιιιιιγο ο αριθμός των «φιλοξενουμένων».
Ο επόμενος σταθμός στην ιστορία του κτιρίου, μας φέρνει στο 1957, οπότε μετατράπηκε σε κάτι πολύ πιο πρωτότυπο. Έγινε αποθηκευτικός χώρος για μπανάνες -αγαθό πολύ σπάνιο στην Ανατολική Γερμανία- και άλλα τροπικά φρούτα που έφταναν από την Κούβα, και το μόνιμο φθινόπωρο που επικρατεί (ακόμα και σήμερα) στον χώρο από πλευράς θερμοκρασίας εξασφάλιζε τις ιδανικές συνθήκες για τη συντήρησή τους. Θα ήταν αδιάφορο το ποια κρατική εταιρεία είχε αναλάβει να διαχειρίζεται την αποθήκη, αν το όνομά της δεν ήταν το υπέροχο «Φρούτα Λαχανικά Πατάτες». Αυτή η περίοδος της σταδιοδρομίας του κτιρίου, του χάρισε το παρατσούκλι «Το καταφύγιο της μπανάνας» (Banana bunker).
Δεν ξέρω για πόσα χρόνια λειτούργησε ως τέτοιο, πάντως μετά την πτώση του τείχους πέρασε στα χέρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και το 1992 περιήλθε στην κατοχή των ανθρώπων που θα έφτιαχναν κάποια χρόνια αργότερα το περίφημο Berghain, ένα από τα πιο γνωστά techno club στον κόσμο, το οποίο λειτουργεί ακόμα και φημίζεται για την υπερβολικά σκληρή πόρτα του –πολλοί ψυχολόγοι έχουν θησαυρίσει βλέποντας αποκλειστικά ανθρώπους που απέτυχαν να μπουν στο Berghain και δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την απόρριψη. Το νέο αυτό club (με το όνομα “The Bunker” –no surprises there) έγινε σύντομα το πιο hot μέρος της βερολινέζικης νύχτας και εκεί διεξάγονταν τα πιο άγρια rave / gay / φετιχιστικά / σαδομαζοχιστικά πάρτι. Της πουτάνας, αντιλαμβάνεσαι. Το τρελόκεφο συνεχίστηκε ως το 1996, οπότε και έγινε το τελευταίο τέτοιο πάρτι. Δεν ήμουν εκεί, αλλά υποψιάζομαι ότι σε αυτό έπαιξαν πολλές μπανάνες, for old times’ sake.
Από το 1996 έως το 2003 το κτίριο έμεινε να ρημάζει –όσο μπορεί να ρημάξει ένα κτίριο που είναι φτιαγμένο να αντέχει βομβαρδισμούς και τέτοια, τέλος πάντων. Εκείνη τη χρονιά το αγόρασε ο εκδότης Christian Boros (αυτός με τον καβάλο), με σκοπό να το μετατρέψει σε εκθεσιακό χώρο για τη συλλογή του –όσο εύκολο είναι να μετατρέψεις ένα κτίριο που είναι φτιαγμένο να αντέχει βομβαρδισμούς και τέτοια, τέλος πάντων. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια πέρασαν με εντατικές εργασίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δωματίων από 120 σε 80, τη δημιουργία εκθεσιακού χώρου 3.000 τ.μ. και την κατασκευή ενός υπερντιζαϊνάτου σπιτιού έκτασης αρκετών εκατοντάδων τετραγωνικών, στον πάνω-πάνω όροφο. Ναι, καλά το υπέθεσες, εκεί μένει ο ίδιος ο Boros με τη γυναίκα του.
Το αποτέλεσμα του όλου project ήταν τόσο εντυπωσιακό, που τιμήθηκε με κάμποσα αρχιτεκτονικά βραβεία, κι ας φαίνεται μόνο ένα εδώ.
Επιπλέον, τόσο η αγορά του οικοδομήματος όσο και το εγχείρημα της μετατροπής του, ήταν προφανώς κάτι περισσότερο από πανάκριβα, γεγονός που δεν μπορεί παρά να σε προβληματίσει ως προς το τι ακριβώς εκδίδει ο Boros, αλλά, ΟΚ, εδώ στο iclieberlin είμαστε καλοπροαίρετοι άνθρωποι, δεν θα αφήσουμε υπόνοιες για κανέναν.
Τέλος πάντων, έπειτα από πολλές περιπέτειες, ο χώρος είχε πάρει τη σημερινή του (και τελική;) μορφή και ήταν έτοιμος πια να φιλοξενήσει έργα μοντέρνας τέχνης με τη μορφή γλυπτών, video, installations, φωτογραφιών, ζωγραφικής, φωτός, ήχων, υλικών υπεράνω πάσης υποψίας που, ωστόσο, τα βλέπεις να δημιουργούν τέχνη από το πουθενά. Και αυτό ακριβώς έκανε.
Η πρώτη έκθεση ξεκίνησε το 2008 και φιλοξενούσε έργα πολλών γνωστών καλλιτεχνών (γνωστών, σε όσους σκαμπάζουν από τέχνη, εννοώ) αλλά και άλλων λιγότερο γνωστών στους οποίους πόνταρε ο Boros επειδή έτσι, και μέσα σε μια νύχτα έγιναν περιζήτητοι και talk of the down και ου-ά-ου, ακριβώς επειδή πόνταρε πάνω τους ο Boros. Είναι σκέτο έργο τέχνης ο τρόπος που λειτουργούν τα καλλιτεχνικά πράγματα, δεν βρίσκεις; Τέλος πάντων, η έκθεση διήρκησε ως το 2012 και την επισκέφτηκαν 120.000 άνθρωποι.
Η δεύτερη έκθεση, ξεκίνησε το 2012 και τα 130 έργα που δημιούργησαν 23 καλλιτέχνες, είδαν περίπου 200.000 επισκέπτες, ένας από τους οποίους έτυχε να είμαι κι εγώ. Είναι περιττό να αναφέρω ότι, χάρη στο background μου, από τους 23 καλλιτέχνες, γνώριζα μόνο έναν -τον Ai Weiwei- κι αυτόν για λόγους παντελώς άσχετους με το έργο του (το όνομά του στα γερμανικά προφέρεται «Άι Βάι Βάι», οπότε κάθε φορά που το βλέπω γραμμένο, με πιάνει το μαράζι). Ευκόλως εννοούμενο, επίσης, είναι το ότι πολλά από τα έργα τα βρήκα εξαιρετικά εχέμυθα (δεν μου είπαν τίποτα). Το πολύ ανακουφιστικό της φάσης, πάντως, είναι ότι σε κανένα σημείο του tour δεν ένιωσα «υποχρεωμένος» να ξέρω από τέχνη ή να το παίξω ότι τα ονόματα των καλλιτεχνών που άκουσα «χτύπησαν κάποιο καμπανάκι». Ίσα-ίσα, τα σχόλια ξεναγού και συν-επισκεπτών λειτούργησαν σαν λυσάρι για κάποια από τα εκθέματα και τους δημιουργούς τους, πράγμα, αν μη τι άλλο, χρήσιμο.
Ένα σημείο μόνο μου φάνηκε κάπως… κάπως. Όταν ήμασταν στον τρίτο ή στον τέταρτο όροφο, ο ξεναγός μας οδήγησε στις σκάλες του οικοδομήματος και μας είπε να κοιτάξουμε ψηλά. Κοιτάξαμε όντως, αλλά δεν υπήρχε κάτι πολύ συγκεκριμένο να δούμε, πέρα από κάτι σκάλες (ΟΚ, λογικό κάπου). Όταν τελείωναν οι σκάλες είχε λίγες ακόμα σκάλες, αλλά μεταλλικές αυτή τη φορά και λογικά κάπου εκεί ψηλά υπήρχε και κάποιο άνοιγμα, γιατί σαν να φαινόταν φυσικό φως. «Εκεί πάααανω είναι η είσοδος του σπιτιού του Boros», μας είπε, ενώ εμείς κοντεύαμε να πάθουμε αυχενικό και συνέχισε περιγράφοντάς μας το πόσο γαμάτο είναι το σπίτι, κάνοντάς μας (με, σίγουρα) να νιώθουμε φτωχοί συγγενείς, χωρίς το «συγγενείς» σκέλος. Όσο αμήχανο κι αν ήταν αυτό το δίλεπτο, εντάξει, εύκολα το κάνεις γαργάρα, δεν είναι για να σταθείς σε αυτό (κυριολεκτικά). Συνεχίσαμε την ξενάγηση.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτή, ήταν το ότι πολλά από τα εκθέματα δημιουργήθηκαν ειδικά για αυτόν τον απίθανο χώρο, δεν φτιάχτηκαν απλώς για κάπου και αυτό το «κάπου» έτυχε να είναι εκεί, κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο κονσεπτικά, ακόμα πιο αλληλεπιδραστικά, ακόμα πιο εντυπωσιακά, ακόμα πιο μοναδικά. Δυστυχώς οι φωτογραφίες, όπως είπαμε, δεν επιτρέπονται (κι όσες κατάφερα να βγάλω δεν είναι ιδιαίτερα «ζουμερές»), οπότε δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σου τα έργα που βρήκα πιο ενδιαφέροντα, αλλά σε προτρέπω ζωηρά να ψαχουλέψεις τα ίντερνετς για να βρεις τα εκθέματα των Άι Βάι Βάι (κυρίως το “tree”), Alicja Kwade (κυρίως το “ticking clock”) και Michael Sailstorfer (κυρίως τα “popcorn machine” και “spinning car tire”) , τα οποία, τώρα που έχουν περάσει αρκετοί μήνες από την επίσκεψή μου, ξέρω με βεβαιότητα ότι είναι τα μόνα που έχω πάρει μαζί μου, με κάποιον τρόπο.
Μακάρι να μπορούσα να σε προτρέψω ζωηρά να επισκεφτείς την έκθεση για να τα δεις από κοντά, αλλά, ακόμα κι αν το κάνεις, δεν θα δεις κανένα από τα παραπάνω, μιας και η εν λόγω ολοκληρώθηκε τον περασμένο Γενάρη και αυτό τον καιρό προετοιμάζεται η τρίτη κατά σειρά Συλλογή του Boros -που θα είναι ανοιχτή στο κοινό από τις 4 Μαΐου- στην οποία επίσης σε προτρέπω να πας αλλά επί του γενικού, χωρίς να ξέρω τι θα δεις, δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός.
Το τέλος, στο οποίο φτάνουμε σιγά-σιγά, με βρίσκει λίγο προβληματισμένο. Τελικά το Sammlung Boros, τι φάση; Το ότι μου άρεσε εμένα, που είμαι ελαφρώς στριμμένος, σημαίνει πολλά. Βέβαια, εκτός από στριμμένος, είμαι και άσχετος σε θέματα τέχνης, συνεπώς μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα. Άρα τι πρέπει να κάνω; Να σε προτρέψω να πας ή να κάνω το κορόιδο; Κι αν σε προτρέψω, ποιος μου λέει ότι θα πας όντως και δεν θα σε πιάσει το αντιδραστικό σου. Κι αν είναι να σε πιάσει το αντιδραστικό σου, όπως έπιανε κι εμένα παλιά, μήπως είναι καλύτερα να σε προτρέψω να μην πας; WTF am I supposed to do?
Το βρήκα! Πρέπει να πας, γιατί πιθανότατα αυτό είναι το πιο κοντά που θα βρεθείς ποτέ σε κάτι που μοιάζει με το να έχεις μπει στο Berghain. Αυτός μάλιστα. Είναι λόγος να πάνε όλοι.
Sammlung Boros
Reinhardstraße 20
10117, Μίτε, Βερολίνο
Κοντινότερη στάση: Oranienburger Tor (U6)
[Οι ξεναγήσεις γίνονται Πέμπτη με Κυριακή και κοστίζουν 18 ευρώ. Περισσότερες πληροφορίες θα βρεις εδώ]
Και επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να ψάχνεις τη στάση (του μετρό) που σε εξυπηρετεί καλύτερα, στον χάρτη με τις 334 όμοιές της, το ichlieberlin σε βοηθάει, επισημαίνοντάς τη δ ι α κ ρ ι τ ι κ ά.
Bonus tip, για εσένα, τον θεριακλή, τον καρτερικό, τον ακαταπόνητο αναγνώστη, που είχε το κουράγιο να φτάσει μέχρι εδώ κάτω:
Καθώς κινείσαι από τον σταθμό προς τη Συλλογή του Boros, ψιλονομοτελειακά θα διασχίσεις την Albrechtstraße. Στο 13-14 του εν λόγω δρόμου, βρίσκεται η πολυκατοικία από την οποία έβγαινε τρέχοντας (!) η Λόλα στο «Τρέξε Λόλα τρέξε» (και στο 0:42 του βίντεο).
One thought on “Sammlung Boros: Έλα από το σπίτι να σου δείξω τη συλλογή μου”