Προκειμένου να περιγράψω γιατί το Schwarzes café είναι το αγαπημένο μου μαγαζί στο Βερολίνο και αυτό που έχω επισκεφτεί περισσότερες φορές από κάθε άλλο, μακράν του δεύτερου, θα καταφύγω στην αγαπημένη μου μέθοδο του πλατειασμού και θα εξιστορήσω σκηνικό που μου συνέβη πριν λίγους μήνες σε «μοδάτο» café κοντά στο Mοναστηράκι.
Έχω πάει με έναν φίλο μου και περιμένουμε και έναν τρίτο που έρχεται όπου να ‘ναι. Είναι 8 παρά 5 το βραδάκι. Καθόμαστε οι δύο πρώτοι, παραγγέλνουμε από έναν καφέ και περιμένουμε τόσο τους καφέδες όσο και τον φίλο μας, οι οποίοι έφτασαν ταυτόχρονα κάνα δεκάλεπτο αργότερα. Ο σερβιτόρος, μόλις είχε αφήσει τους καφέδες μας, ρώτησε και τον τρίτο της παρέας τι θέλει. Εκείνος, πολύ φυσικά απάντησε «Έναν freddo cappuccino». «A, δυστυχώς, δεν σερβίρουμε καφέ».
Έχοντας νοικιάσει τη μούρη του στην πιο WTF? φάτσα (όλο μαζί, «Γουαδεφάτσα») που έχεις δει και ενώ τα λόγια «A, δυστυχώς, δεν σερβίρουμε καφέ» αντηχούσαν ακόμα στα αυτιά του, ο φίλος μας κοίταξε τους καφέδες που είχε αφήσει μόλις ο σερβιτόρος. Μετά κοίταξε τον ίδιο τον σερβιτόρο. Μετά ξανά τους καφέδες. Μετά ανανέωσε το ενοικιαστήριο συμβόλαιο της Γουαδεφάτσας για λίγη ώρα ακόμα και στη συνέχεια επιστράτευσε και τις λέξεις, μπας και βγάλει άκρη.
Φίλος: Και τούτοι ‘δω τι είναι;
Σερβιτόρος: Καφέδες.
Φίλος: Ωραία. Έναν καφέ θέλω κι εγώ.
Σερβιτόρος: A, δυστυχώς, δεν σερβίρουμε καφέ.
Σε εκείνο το σημείο ο Λουίς Μπουνιουέλ άρχισε να χειροκροτεί με μανία μα και συγκίνηση, πληγώνοντας κάπως τη γαλήνη στον σουρεαλιστικό παράδεισο που έχει δημιουργήσει κάπου.
Θα μπορούσα να πω ότι η κουβέντα κινδύνευε σοβαρά να πέσει σε λούπα, αν δεν ήξερα ότι είχε πέσει ήδη. Η σύνοψη είναι ότι το καλό café της πλατείας Αβησσυνίας έχει έναν άγραφο κανόνα που ακολουθεί απαρέγκλιτα, ο κόσμος να χαλάσει: Δέχεται παραγγελίες για καφέ μέχρι τις 8. Μετά τις 8, μόνο τους φέρνει. Και ξέρεις ε; Τα καλά café σε ακτίνα μερικών χιλιάδων χιλιομέτρων γύρω από την πλατεία Αβησσυνίας, είναι καλά και άγια σε όλα, μέχρι να θίξεις τους κανόνες τους. Μετά, ο μπουφετζής barista τη βλέπει no more Mr. Nice Guy.
Μέσα από αυτή τη χαριτωμένη –αν δεν τη ζεις– ιστοριούλα, φτάνουμε στον πρώτο από τη σειρά των λόγων για τους οποίους λατρεύω το Schwarzes café: Ξέρει ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σύμβαση (εεε… αορίστου χρόνου ¯\_(ツ)_/¯ ) και τον αντιμετωπίζει έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό, όχι μόνο είναι ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο (πέρα από κάτι ελάχιστες ώρες που κλείνει την Τρίτη το ξημέρωμα), αλλά σερβίρει καφέδες, χυμούς, σάντουιτς, ομελέτες, γλυκά και οτιδήποτε συνθέτει αυτό που λέμε «πρωινό» ο π ο τ ε δ ή π ο τ ε και όχι για 4-5 ώρες μέσα στη μέρα –πράγμα καθόλου συνηθισμένο για όσα μαγαζιά σερβίρουν πρωινό στο Βερολίνο (ή και παντού, από όσο ξέρω).
Ο επόμενος λόγος για τον οποίο του έχω αδυναμία, είναι ότι γαργαλάει πολύ ευχάριστα κάποιες περιοχές του λεπτολόγου εαυτού μου, μιας και: Πρόκειται για καφέ. Το όνομα του οποίου μεταφράζεται σε «μαύρο». Αλλά δεν είναι εντελώς μαύρο, από πλευράς χώρου/διακόσμησης. Βέβαια δεν είναι ούτε εντελώς καφέ. Ούτε εντελώς café, μιας το λες με μεγάλη άνεση και εστιατόριο και μπαρ. Κατά καιρούς, από μπροστά μου έχουν παρελάσει (εκτελώντας δρομολόγιο προς άλλα τραπέζια) πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές όχι μόνο από κρεατικά, σαλάτες, ομελέτες, ποικιλίες αλλαντικών, ζυμαρικά, σάντουιτς, αλλά και από φαντεζί κοκτέιλ και ποτά. Λέω «παρελάσει από μπροστά μου» και όχι «παρκάρει στο στομάχι μου», διότι υπάρχει ο επόμενος στη σειρά των λόγων για τους οποίους αγαπώ το Schwarzes. Κυρίες και κύριοι, υποδεχθείτε το monkey dream.
Τι είναι το monkey dream; Είναι μια γλυκιά συμμορία που αποτελείται από κέικ μπανάνας, παγωτό βανίλια και σιρόπι καραμέλας, η οποία, εκτός από υπέροχο όνομα, έχει και τεράστιο στόμα. Στόμα το οποίο, κάθε φορά που περνάω το κατώφλι του μαγαζιού, μου φωνάζει «Πάρε μεεεε… ΠΑΡΕ ΜΕΕΕΕΕ!» και «θέλω να με φααααας!», με ύφος που μοιάζει να με υπνωτίζει, ενώ στην πραγματικότητα με διατάζει. Ε, τι να κάνω κι εγώ; Υπακούω. Ξανά.
Και ξανά.
Είτε πρωί βρεθώ στο «Μαύρο», λοιπόν, είτε βράδυ, είτε χαράματα, το «Έναν διπλό καπουτσίνο και ένα monkey dream» βγαίνει από τα χείλη μου πιο γρήγορα και από τη σκιά του Λούκυ Λουκ, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πιθανότατα, η παραγγελία μου θα ήταν αυτή ή περίπου αυτή, ακόμα κι αν ο καφές και το γλυκό ήταν για πουθενά, μόνο και μόνο για την κωλόφαση του «Πίνω καφέ σε χρόνο μη ‘προβλεπέ’, café πέριξ του Μοναστηρακίου λυσσάξτε». Το ότι και τα δυο είναι εκπληκτικά, έρχεται ως μπόνους.
Επόμενη στη σειρά των αρετών του μαγαζιού, είναι η πολύ όμορφη, ήσυχη, κουκλίστικη, καβατζωτική και γεμάτη ιδιαίτερες λεπτομέρειες αυλή του –ουσιαστικά πρόκειται για τμήμα του ακάλυπτου τριών κτιρίων.
Να συμπληρώσω κάπου εδώ ότι έχω επίγνωση του ότι δεν πρόκειται για κάτι εξαιρετικό, αλλά να έχεις και εσύ υπόψη σου πως μπορώ να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου συχνάζοντας μόνο σε αυλές και ταράτσες, άρα είναι ένα από τα ζητήματα για τα οποία η αντικειμενικότητα με αφήνει παντελώς αδιάφορο.
Πέραν όλων των παραπάνω, τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του –σε έχω ταξιδέψει στο 1978 τώρα– το Schwarzes café ήταν στέκι υπερκούλ τύπων όπως ο David Bowie και ο Iggy Pop. Συνεπώς, αν είσαι λίγο ψυχάκι (spoiler alert: είμαι), μπορείς να το πεις μέχρι και σημείο ιστορικού ενδιαφέροντος. Το επισκέπτεσαι (επισκέπτομαι) και προσπαθείς (προσπαθώ) να τους κάνεις (κάνω) εικόνα. Να φανταστείς πού κάθονταν, τι έπιναν (#διπλής), τι έλεγαν, τι άκουγαν, τι έβλεπαν. Να νιώσεις την αύρα τους, τύπου. Ψυχάκι λέμε.
Τέλος πάντων, από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά στο Schwarzes café. Η μετάλλαξή του ήταν μονόδρομος, αν ήθελε να αντισταθεί στη βαθιά παρακμή που γνώρισε η νυχτερινή ζωή του δυτικού Βερολίνου (Ήθελε. Και μπράβο του). Έτσι, το κατάμαυρο χρώμα του ξεθώριασε κάπως –τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά– ενώ ο αναρχικός προσανατολισμός του και οι σχετικές ζυμώσεις πετάχτηκαν για τσιγάρα και ξανάρχονται όπου να ’ναι.
Παρόλα αυτά, κάποια πράγματα, όπως η χαλαρή ατμόσφαιρα, η γαμάτη μουσική και η θετική ενέργειά του, παραμένουν αναλλοίωτα.
Γι’ αυτό σου λέω. Αν βρεθείς ποτέ στη γειτονιά και δεις έναν πολύχρωμο παπαγάλο από νέον στη τζαμαρία ενός μαύρου café, που δεν είναι εντελώς μαύρο, ούτε εντελώς καφέ, μην αφήσεις την αδιάφορη πρόσοψη να σε αποθαρρύνει. Κάνε ένα πέρασμα. Το Schwarzes θα επιστρατεύσει την ιδιότητα του «καλογερασμένου», δίπατου σπιτιού για να σε γοητεύσει αμέσως. Θα κινητοποιήσει τη δύναμη των πολυάριθμων φίνων λεπτομερειών του για να σου κλείσει το μάτι. Και, αν το έχεις ανάγκη, θα περιφρονήσει προκλητικά τα ρολόγια, θα χλευάσει ανερυθρίαστα κάθε παρόμοια συμβατικότητα για να σου προσφέρει ένα monkey dream, ό,τι ώρα κι αν είναι.
Πολύ γλυκό από μέρος του, μ;
Schwarzes café
Kantstraße 148
10623, Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο
Κοντινότερες στάσεις:
Uhlanstraße (U1)
Savignyplatz (S5, S7, S75)
Και επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να ψάχνεις τις στάσεις (του μετρό) που σε εξυπηρετούν καλύτερα, στον χάρτη με τις 334 όμοιές της, το ichlieberlin σε βοηθάει, επισημαίνοντάς τις δ ι α κ ρ ι τ ι κ ά.
2 thoughts on “Schwarzes café: Πλέον, το λιγότερο καλά κρυμμένο μυστικό μου”