Πριν λίγο καιρό, είχαμε μιλήσει για την AVUS, μια πρώην πίστα αγώνων ταχύτητας. Αναφερθήκαμε εκτενώς στην ιστορία της, στην παλιά κερκίδα (που θυμίζει την πίστα ρημάζοντας και ρημάζει θυμίζοντας την πίστα), στο χάλκινο μνημείο (που κι αυτό θυμίζει την πίστα, αφού έχει ως σύμμαχο την ετυμολογία της λέξης «μνημείο»), στον πρώην πύργο ελέγχου (που λειτουργεί ως μοτέλ), αλλά σχεδόν καθόλου στο σήμερα. Ε, αυτή την παράλειψη ερχόμαστε να διορθώσουμε… εχμ… σήμερα.
Τον περασμένο Δεκέμβρη, λοιπόν, επισκέφτηκα ξανά την AVUS, με σκοπό, πρώτον, να φωτογραφίσω από κοντά την κερκίδα (και από την κερκίδα το μοτέλ), πράγμα(τα) που την προηγούμενη είχα αμελήσει να κάνω, και, δεύτερον, να εξερευνήσω το εσωτερικό του μοτέλ. Προκειμένου να κάνω το πρώτο, έκανα αυτό που είχα παροτρύνει κι εσένα να κάνεις στο τέλος της προηγούμενης εκδοχής του κειμένου, ακολούθησα, δηλαδή, τον δρόμο πίσω από το μνημείο με τους δικυκλιστές.
Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόμουν μπροστά της.
Το πλάνο μου να την επισκεφτώ και να νιώσω για λίγο σαν θεατής αγώνα ταχύτητας -έστω και με φορτηγάκια και επιβατικά αντί για αδάμαστα τετράτροχα θεριά- ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με το πλάνο των κερατάδων που εφοδίασαν τις σιδερένιες πόρτες με τεράστια λουκέτα, μόνο και μόνο για να εμποδίσουν εμένα και τύπους σαν κι εμένα. Γκαντεμιά κάπου.
Ωστόσο, δεν κώλωσα. Κατέστρωσα αμέσως εναλλακτικό πλάνο. Θα έμπαινα από το πλάι, από εκεί που το τοίχωμα-όριο της κερκίδας χαμηλώνει και η διαδρομή «έξω από την κερκίδα»-«μέσα στην κερκίδα» είναι μόλις ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα (εμένα).
Λίγες δεκάδες μέτρα αργότερα, η πραγματικότητα ανέλαβε να με διαβεβαιώσει ότι σκοπεύει να μου ρίξει τρελό άκυρο.
Έχοντας διαπιστώσει δραστική μείωση στο πλήθος των εναλλακτικών επιλογών μου, αρκέστηκα στο να φωτογραφίσω τον πρώην πύργο ελέγχου της πίστας-νυν μοτέλ από την απέναντι μεριά.
Κατόπιν, κίνησα προς αυτό, με σκοπό να ζεσταθώ, να φάω κάτι, να βάλω τα παραπάνω στη σωστή σειρά, να μαζέψω τα κομμάτια μου και να στεγνώσω (α ναι, ξέχασα να το αναφέρω αυτό, προφανώς έχω ξεκινήσει να παίζω μια ιδιότυπη μορφή χαλασμένου τηλεφώνου με το σύμπαν και το «ξεκινάω για AVUS» φτάνει στα αυτιά του κάπως σαν «ας ανοίξουν οι ουρανοί, μην τον φοβάστε αυτόν, αντέχει»).
Και έφτασα, που λες, στο μοτέλ. Και μπήκα.
Κινήθηκα προς τη ρεσεψιόν. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν ικανή να χαρίσει απλόχερα αμέτρητους οργασμούς σε εμένα (ψιλοαγοραφοβικός) αλλά και στον Χίτσκοκ (Χίτσκοκ). Βλέπεις, η ρεσεψιόν ήταν ταυτόχρονα και μπάρα και κουζίνα, και ο άνθρωπος που εκτελούσε χρέη ρεσεψιονίστ, εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη barista, σερβιτόρου, μάγειρα και αποτελούσε και τη μόνη ένδειξη ζωής εκεί μέσα (μέχρι εδώ όλα καλά), άρα κανείς δεν μπορούσε να με διαβεβαιώσει ότι δεν εκτελεί και χρέη εκτελεστή πότε-πότε (όχι και τόσο καλά όλα).
Και ξέρεις ε; Όταν βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά σχεδόν, σε ένα άδειο από πελάτες μοτέλ με έναν και μόνο υπάλληλο, το μυαλό είναι ελεύθερο να κάνει κάθε λογής συνειρμούς. Αλλά πιθανότατα θα κάνει έναν και μόνο.
Αν ήταν νύχτα, εννοείται ότι θα είχα κάνει μεταβολή και θα είχα αρχίσει να τρέχω σαν να μην υπάρχει αύριο, προκειμένου να υπάρξει αύριο. Αλλά ήταν μέρα, έξω έβρεχε και τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά (ανήμερα Χριστούγεννα γαρ), οπότε έμεινα. Πήρα τον κατάλογο στο χέρια μου και εξετάζοντας τις εναλλακτικές επιλογές μου, είπα να δοκιμάσω πρώτα τις αντοχές του σερβιτόρου, καθώς ξεκίνησα παραγγέλνοντάς του καφέ. Μετά το άλλαξα σε καφέ και γλυκό. Μετά σκέφτηκα ότι για γλυκό βόλευε να πάω στο Schwarzes, οπότε του ακύρωσα το γλυκό. Μετά είδα την ώρα και σκέφτηκα ότι καλύτερα να πιω μια μπίρα, οπότε του ακύρωσα και τον καφέ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πείνασα κιόλας, οπότε του κόλλησα και μια πατατόσουπα με ένα απροσδιόριστο κρεατικό από δίπλα -μάλλον λουκάνικο.
Η αναποφασιστικότητά μου είχε και ένα καλό, πάντως: Διαπίστωσα με βεβαιότητα ότι ο τύπος δεν είναι φονιάς. Αν ήταν, όφειλε να με μακελέψει με τρόπο που θα έκανε το Se7en να μοιάζει με ρομαντική κομεντί ξέρω ’γω. Αλλά όχι. Κύριος. Με απαράμιλλο επαγγελματισμό, έδωσε την παραγγελία στον μάγειρα, αυτός την ετοίμασε, την έδωσε ξανά στον σερβιτόρο, ενώ παράλληλα ο μπουφετζής έβαζε τη μπίρα, και όλοι μαζί μου τα έφεραν μπροστά μου.
Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή το μοτίβο που είχε διαμορφωθεί θύμιζε Ντένη και Μαρούσκα από τους Δυο ξένους, με εμένα να μιλάω μόνο αγγλικά και αυτόν να μου απαντάει μόνο στα γερμανικά, αλλά παρόλα αυτά να συνεννοούμαστε μια χαρά, μου πέταξε ένα γεμάτο φινέτσα “bon appetite” και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Αντικειμενικά μιλώντας, η σούπα ήταν αρκετά τίμια, στην καλύτερη γι’ αυτήν εκδοχή της αφήγησης. Ωστόσο, η αντικειμενικότητα είναι αρκετά υπερτιμημένη στις μέρες μας (ή και πάντα), οπότε επιστρατεύω την υποκειμενικότητα. Συνυπολογίζοντας, λοιπόν, το ψ**όκρυο (ψοφόκρυο) που είχε έξω, την ηρεμία που είχε μέσα, την ομορφιά/ιστορικότητα του μέρους και το ότι όλα αυτά έγιναν Χριστούγεννα στο Βερολίνο, παίζει σοβαρά να είναι και η πιο ωραία σούπα που έχω δοκιμάσει ποτέ. Η μπίρα, από την άλλη, δεν ήταν από καινούριο βαρέλι και αυτό έβγαινε προς τα έξω.
Αλλά το μέρος. Αχ το μέρος!
Προτού φύγω, δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να κάνω μια μίνι περιήγηση στις υπόλοιπες εγκαταστάσεις.
Όταν είχα πάρει πια τον δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκα ότι τα μέρη στα οποία λατρεύω να βγαίνω, έχουν τόσο λίγο κόσμο που βγαίνουν-δε βγαίνουν. Άρα τώρα πια το θέμα δεν είναι αν θα ξαναπάω στο AVUS. Το θέμα είναι αν θα υπάρχει AVUS όταν ξαναπάω (σύντομα).
AVUS μνημείο – μοτέλ – κερκίδα
Halenseestraße 51
14055, Σαρλότενμπουργκ-Βίλμερσντορφ, Βερολίνο
Κοντινότερη στάση: Westkreuz (S5, S7, S41, S42, S45, S46, S75)
Και επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να ψάχνεις τη στάση (του μετρό) που σε εξυπηρετεί καλύτερα, στον χάρτη με τις 334 όμοιές της, το ichlieberlin σε βοηθάει, επισημαίνοντάς τη δ ι α κ ρ ι τ ι κ ά.